- μεταρρυθμιστικός
- -ή, -ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταρρύθμιση ή αυτός που επιφέρει μεταρρυθμίσεις («μεταρρυθμιστικός νόμος»).επίρρ...μεταρρυθμιστικώς και -άμε μεταρρυθμιστικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταρρυθμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ν. Καζάζη].
Dictionary of Greek. 2013.